(141) Οικουμενικό Πατριαρχείο και Αυτοκεφαλία Ουκρανίας
Σύντομη εισαγωγική αναφορά στο εκκλησιαστικό θέμα:
Με μεγάλη λύπη λάβαμε γνώση, στις 15 Οκτωβρίου 2018, της απόφασης της Iεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Μόσχας να διακόψει πλήρως την εκκλησιαστική κοινωνία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και να μην επιτρέπει από τούδε τη συμμετοχή των Ρώσων επισκόπων και εν γένει κληρικών και των πιστών της δικαιοδοσίας του σε κοινή προσευχή και μετοχή στη λατρεία και στα ιερά μυστήρια που τελούνται από επισκόπους και γενικά κληρικούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Επίσης, αποσύρει όλες τις κληρικολαϊκές αντιπροσωπείες του Πατριαρχείου Μόσχας από επιτροπές και ομάδες εργασίας των Ορθοδόξων Εκκλησιών στις οποίες προεδρεύουν εκπρόσωποι του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Αιτία της ενέργειας αυτής της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Μόσχας είναι η απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου να χορηγήσει Αυτοκεφαλία στην εν Ουκρανία Ορθόδοξη Εκκλησία και να κάνει χρήση του Εκκλήτου.
Το Έκκλητο είναι ένα πανορθόδοξο προνόμιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου να δέχεται προσφυγές κληρικών όλων των βαθμίδων από άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, να εκδικάζει τις υποθέσεις τους και να αποφασίζει τελεσίδικα για την αποδοχή ή την απόρριψη τους.
Η λέξη Αυτοκέφαλο ή Αυτοκεφαλία σημαίνει την εκκλησιαστική αυτοδιοίκηση μιας τοπικής Εκκλησίας με την οποία η Εκκλησία αυτή ρυθμίζει μόνη της τα του οίκου της, χωρίς άμεση εξάρτηση ή καθοδήγηση από άλλη εκκλησιαστική Αρχή και σε αγαστή πάντα συνεργασία με τις άλλες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες και Πατριαρχεία. Βασικά αναφέρεται στο δικαίωμα της Εκκλησίας αυτής να εκλέγει μόνη τον Πρώτο της, την Κεφαλή της, χωρίς την ανάγκη επιβεβαίωσης της πράξης εκλογής από ανώτερη εκκλησιαστική αρχή. Η Αυτοκεφαλία δεν παρέχεται αυτοβούλως και αυθαιρέτως από την κάθε τοπική Εκκλησία· χορηγείται είτε από Οικουμενικές Συνόδους, ή από τον Προκαθήμενο της Ορθοδοξίας, τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και την περί αυτόν Αγία και Ιερά Σύνοδο. Το Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος αναγνωρίστηκε επίσημα, ως γνωστόν, από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως το 1850, παρά το γεγονός ότι ήδη από το 1833 η ελλαδική Εκκλησία είχε αυτοανακηρυχθεί ως „αυτοκέφαλη“, χωρίς τη συναίνεση και έγκριση του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Μόνο τα Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Κύπρου ανάγουν την εκκλησιαστική τους αυτοδιοίκηση σε αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων.
Όλα τα άλλα νεώτερα Πατριαρχεία, της Ρωσίας, της Σερβίας, της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας, της Γεωργίας, οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες της Ελλάδος, της Πολωνίας, της Αλβανίας, της Τσεχοσλοβακίας και οι Αυτόνομες Εκκλησίες της Φινλανδίας και της Εσθονίας, αναγνωρίστηκαν ως Πατριαρχεία, Αυτοκέφαλες ή Αυτόνομες Εκκλησίες με απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Σχετικά με το Πατριαρχείο Μόσχας και την εκκλησιαστική του σχέση με την Ουκρανία, υπάρχει απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου του έτους 1686, σύμφωνα με την οποία ο Οικουμενικός Πατριάρχης παρέχει την άδεια στον Πατριάρχη Μόσχας να χειροτονεί μόνο τον Μητροπολίτη Κιέβου (Ουκρανίας) χωρίς να έχει και άλλη εκκλησιαστική δικαιοδοσία, ή να παρεμβαίνει στα εσωτερικά θέματα της Εκκλησίας της Ουκρανίας. Ο Μητροπολίτης Κιέβου και η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας οφείλουν να έχουν, με βάση την απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου του 1686, την αναφορά τους στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, από το οποίο και πρέπει να λαμβάνουν οδηγίες για την εκκλησιαστική τους ζωή.
Με την πάροδο του χρόνου το Πατριαρχείο Μόσχας ενίσχυσε την επιρροή του στην Εκκλησία της Ουκρανίας και δεν τήρησε την από το 1686 απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Δημιουργήθηκε συν τω χρόνω μέχρι και σήμερα στο Πατριαρχείο Μόσχας η αντίληψη ότι η Ουκρανία εμπίπτει στην εκκλησιαστική αρμοδιότητα και δικαιοδοσία της Μόσχας και όχι του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Επίσης η απόφαση του Οικουμενικού Πατριάρχη να αποκαταστήσει, κάνοντας χρήση του Εκκλήτου, σε εκκλησιαστική κοινωνία τους ιεράρχες και το ποίμνιο των ουκρανικών ομάδων που επί μακρόν θεωρούνταν ως σχισματικές, προκάλεσε τη σφοδρή αντίδραση του Πατριαρχείου Μόσχας, και την από 15.10.2018 απόφασή του να διακόψει κάθε εκκλησιαστική κοινωνία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, σεβόμενο τη βούληση του Ουκρανικού Λαού, όπως αυτή εκφράστηκε και με απόφαση του Κοινοβουλίου της Ουκρανίας, για εκκλησιαστική αυτοδιοίκηση και θεραπεία του υπάρχοντος από πολλών ετών σχίσματος στην Ουκρανία και κάνοντας χρήση των πατροπαράδοτων εκκλησιαστικών και διορθόδοξων δικαιωμάτων του προέβη στην απόφαση αυτή, με γνώμονα την αποκατάσταση της ομαλότητας στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Για το λόγο αυτό το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν διέκοψε την εκκλησιαστική κοινωνία με το Πατριαρχείο Μόσχας, αλλά εργάζεται με προσευχή και υπομονή για τη θεραπεία της εκκλησιαστικής κατάστασης στην Ουκρανία, αγκαλιάζοντας, ως Μητέρα Εκκλησία, όλα τα ορθόδοξα τέκνα της απανταχού της γης, αδιακρίτως εθνικότητας, καταγωγής και γλώσσας.
Σχετικά με τα θέματα Αυτοκεφαλίας και Εκκλήτου, ως αποκλειστικής αρμοδιότητας του Οικουμενικού Πατριαρχείου για όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, υπάρχουν δηλώσεις του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου και άλλων εγκρίτων Ορθοδόξων Θεολόγων που θεμελιώνουν και στηρίζουν νομοκανονικά και εκκλησιολογικά τη θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Πρωτοπρεσβύτερος Απόστολος Μαλαμούσης
//////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////
«Να είστε σίγουροι ότι θα επιλύσουμε το ουκρανικό ζήτημα κατά την κανονική τάξη και επ’ αγαθώ του ουκρανικού λαού», τόνισε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, υποδεχόμενος σήμερα, Τετάρτη, 24 Οκτωβρίου, τον Μητροπολίτη Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας Παντελεήμονα, ο οποίος συνοδεύει πολυμελή όμιλο κληρικών, μοναζουσών και λαϊκών από την εκκλησιαστική Επαρχία του.
«Αφενός οι Ουκρανοί δικαιούνται να λάβουν την αυτοκεφαλία τους, όπως και όλοι οι βαλκανικοί λαοί, οι οποίοι υπήγοντο μέχρι κάποιας στιγμής στην άμεση δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και κάποτε ήρθε η στιγμή κατά την οποίαν εχειραφετήθησαν. Και απέκτησαν την εκκλησιαστικήν ανεξαρτησίαν των και εσωτερικήν αυτοδιοίκησιν. Αφετέρου, είναι προνόμιο του Οικουμενικού Πατριάρχου να χορηγεί την αυτοκεφαλία», είπε ο Οικουμενικός Πατριάρχης και πρόσθεσε: «Το αίτημα των Ουκρανών για εκκλησιαστική ανεξαρτησία δεν είναι καινούργιο. Κυρίως ανέκυψε μετά την ίδρυση του κυριάρχου, του ανεξαρτήτου ουκρανικού Κράτους, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, αλλά ήταν αίτημα πολύ παλαιότερο. Όπως συνέβη με τους Ρώσους, τον 16ο αιώνα, και αργότερα με τους Σέρβους, τους Βουλγάρους, τους Ρουμάνους, την Εκκλησία της Ελλάδος, το 1850, την Εκκλησία της Αλβανίας, το 1937. Γιατί δηλαδή όλοι οι άλλοι να έχουν δικαίωμα εις την αυτοκεφαλία και τα 45-50 εκατομμύρια των Ουκρανών να μην έχουν αυτό το δικαίωμα. Είναι αδικία.» (Πηγή: Φως Φαναρίου, 24.10.18)
Οικουμενικός Πατριάρχης:
Η δύναμις της Μεγάλης Εκκλησίας δεν είναι κοσμική
Στην ιδιαίτερη τιμή που αποδίδει ο πιστός λαός στους Μεγαλομάρτυρες στρατιωτικούς Αγίους, για την ανυποχώρητη στάση τους, «προ των κινδύνων, προ του ψεύδους της ειδωλολατρείας και ειδωλομανίας», αναφέρθηκε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ο οποίος χοροστάτησε κατά τη θεία λειτουργία που τελέστηκε σήμερα, Παρασκευή, 26 Οκτωβρίου, στον πανηγυρίζοντα Ιερό Ναό Αγίου Δημητρίου Ξηροκρήνης (Κουρούτσεσμε), όπου βρίσκεται και το θαυματουργικό αγίασμα. Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στον εορταζόμενο, σήμερα, Άγιο Μεγαλομάρτυρα Δημήτριο και στον σεβασμό με τον οποίο τον περιβάλλουν οι πιστοί στην Πόλη, την Θεσσαλονίκη αλλά και σε όλο τον κόσμο.
«Τιμάται πάρα πολύ όχι μόνον εις την άλλοτε συμβασιλεύουσαν και σήμερον συμπρωτεύουσαν Θεσσαλονίκην, αλλά και εις όλον τον Ορθόδοξον κόσμον.Και εδώ, εις την βασιλεύουσαν Πόλιν, από της ιδρύσεώς της σχεδόν, ετιμάτο ιδιαιτέρως ο Μεγαλομάρτυς Άγιος», είπε και υπενθύμισε ότι, «και σήμερον, παρ᾿ όλας του Γένους τας περιπετείας και τας πικράς δοκιμασίας, τέσσαρες Ναοί επ᾿ ονόματι του Αγίου Δημητρίου στολίζουν την χριστιανικήν μας Κωνσταντινούπολιν». Ο Οικουμενικός Πατριάρχης, στη συνέχεια, αναφέρθηκε στη διακονία και τη μέγιστη ευθύνη της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως: Είμεθα ολίγοι αλλά αμέρτητοι. Η δύναμις εξ άλλου της Μεγάλης Εκκλησίας δεν είναι κοσμική, ούτε αποδεικνύεται διά των αριθμών. Το Οικουμενικόν μας Πατριαρχείον είναι δυνατό διότι διαθέτει θυσιαστικήν αγάπην, και πολιτεύεται διά της ταπεινώσεως και του Σταυρού. Η ιστορία του είναι γεμάτη από μαρτύριον και θυσίας υπέρ του κόσμου, υπέρ όλων των λαών και «εις πάντα τα έθνη». Εις τα σωματεία και τους κοσμικούς οργανισμούς, ασφαλώς, λαμβάνεται υπ᾽ όψιν μόνον η δύναμις των αριθμών, των χρημάτων, της κοσμικής και πολιτικής εξουσίας, αλλ᾽ εις την Εκκλησίαν κυριαρχούν οι πνευματικοί νόμοι, οι Ιεροί Κανόνες, η ευσεβής του Γένους μας παράδοσις, τα ιερά και τα όσια των προγόνων μας, ο καταγεγραμμένος λόγος του Χριστού εν τω Ιερώ Ευαγγελίω. Η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, της οποίας πιστά τέκνα τυγχάνετε εσείς όλοι οι ευλαβείς προσκυνηταί, αποτελεί την ενσάρκωσιν της ελευθέρας αγάπης του Χριστού, η οποία δεν σταυρώνει, αλλά σταυρώνεται, θυσιάζουσα την ψυχήν της χάριν των φίλων αυτής, που είναι όλοι οι άνθρωποι. Θυσιάζει όμως και την ψυχήν αυτής χάριν των εχθρών της και όλων αυτών οι οποίοι δεν δύνανται να ανεχθούν αυτήν την μεγάλην πραγματικότητα: ότι δηλαδή το Οικουμενικόν Πατριαρχείον είναι η πρώτη Εκκλησία και η αρχή όλων των νεοπαγών κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών. Και αυτό διότι θυσιαστικώς ίδρυσε και ανεγνώρισεν όλας τας ανά τον κόσμον σήμερον Ορθοδόξους Αυτοκεφάλους Εκκλησίας. Η μεγίστη αύτη ευθύνη της Μητρός Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας δεν ήτο ασφαλώς με ημερομηνίαν λήξεως. Δι᾽ αυτό, όπως εδώσαμεν αυτοκεφαλίαν εις όλας τας τοπικάς Εκκλησίας, κατά τον ίδιον τρόπον η περί ημάς Αγία και Ιερά Σύνοδος αποφάσισε να εκχωρήση το Αυτοκέφαλον και εις την πολλαπλώς βασανισμένην Ουκρανίαν, διά να πορευθή και αυτή εντός του συστήματος των Ορθοδόξων εν ενότητι και εσωτερική ειρήνη. Αυτήν την υψίστην ευθύνην την έχει εκ των Θείων και Ιερών Κανόνων μόνον η πρωτόθρονος Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, αφού αυτής ο Προκαθήμενος είναι ο Πρώτος εις τους Ορθοδόξους. Οσάκις επιχειρείται να διαστραφή αυτή η βασική εκκλησιολογική αρχή, πράττεται το βαρύτατον παράπτωμα της αντιποιήσεως αρχής, δηλαδή ωρισμένοι προσποιούνται τον Πρώτον δίχως να είναι, και λαμβάνουν πρωτοβουλίας δίχως να έχουν τοιούτον δικαίωμα, λησμονούντες ότι το Οικουμενικόν Πατριαρχείον ασκεί το χρέος του διά της αγάπης, η οποία είναι θυσιαστική και ανιδιοτελής. Το όντως καινόν αυτής της μοναδικής αγάπης, το οποίον αντιτίθεται εις κάθε ηθικισμόν και εις κάθε νεολογισμόν, ο οποίος επιχειρεί να εισαγάγη νέας ιδέας και φιλοσοφίας εις το σώμα της Εκκλησίας, είναι το ότι δεν διαχωρίζει τον Άγιον Θεόν από τον αμαρτωλόν άνθρωπον, αλλά επιχειρεί να διδάξη και να πείση διά του κηρύγματός της ότι ο Θεός είναι «ο φίλος των αμαρτωλών» (Λουκ. Ζ´, 34). Και η Εκκλησία μας είναι η Εκκλησία των αμαρτανόντων και των μετανοούντων και η της σωτηρίας των αναξίων και πενήτων. Εάν έχωμεν την αγάπην του Θεού και την ελπίδα μας εις Εκείνον, τότε έχομεν τα πάντα. Ο Θεός είχε πάντοτε την αγκαλιά του ανοικτήν εις εκείνον ο οποίος εισήρχετο πονεμένος και απογοητευμένος εις τον ταπεινόν τούτον ναόν του Αγίου Δημητρίου, και εις όλους όσοι ελάμβαναν την χάριν του αγιάσματός του. Αλλά, ακόμη και σήμερον, συνεχίζεται η αγιαστική και θαυματουργική του δύναμις. Δεν φοβούμεθα, λοιπόν, τας παροδικάς θυέλλας οι ορθόδοξοι Ρωμιοί, τας οποίας μετατρέπει εις γαλήνην ο περιπατών επί των υδάτων Κύριος, ενισχύων ημάς, όπως κάποτε τον λιποψυχήσαντα Απόστολον Πέτρον. Προηγουμένως, τον Παναγιώτατο προσφώνησαν ο Μητροπολίτης Μυριοφύτου και Περιστάσεως Ειρηναίος, Επόπτης της Περιφερείας Βοσπόρου, και εκπρόσωπος της Εκκλησιαστικής Επιτροπής της Κοινότητας του Ιερού Ναού Αγίου Δημητρίου. Εκκλησιάστηκαν Άρχοντες οφφικιάλιοι και πλήθος πιστών από την Πόλη αλλά και την Ελλάδα και άλλες χώρες του εξωτερικού. (Πηγή: Γραφείο τύπου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, 26.10.18) |
Οικουμενικός Πατριάρχης: Η αγαπητική μέριμνα της Εκκλησίας μοναδικό κίνητρο και κριτήριο για το Αυτοκέφαλο στην ΟυκρανίαΣτην θυσιαστική αποστολή της Εκκλησίας ως διακονία αγάπης και φιλανθρωπίας προς κάθε πάσχοντα και εμπερίστατο άνθρωπο, αναφέρθηκε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, στην ομιλία του, μετά την Θεία Λειτουργία, κατά την οποία χοροστάτησε, στον Ιερό Ναό Αγίου Δημητρίου Ξυλόπορτας. Όπως επεσήμανε, αυτή η αγαπητική μέριμνα της Εκκλησίας ήταν το αποκλειστικό κίνητρο και το αμετακίνητο κριτήριο και για την απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου να χορηγήσει το Αυτοκέφαλο στον πιστό λαό της Ουκρανίας. «Όσα λέγονται και γράφονται, ανερυθριάστως, περί άλλων κινήτρων εις την σχετικήν απόφασιν του Οικουμενικού Θρόνου, είναι μυθεύματα», τόνισε ο Παναγιώτατος. Συγκεκριμένα, o Οικουμενικός Πατριάρχης, στην ομιλία του, σημείωσε, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Πιστή εις τον Κύριόν της, η Εκκλησία, είναι αδύνατον να παραμένη αδιάφορος και αδρανής, όταν ακούη την κραυγήν αγωνίας των πασχόντων, των εμπεσόντων εις τους ληστάς, των κοπιώντων και πεφορτισμένων, των περιφρονημένων και αδικημένων, των μη εχόντων που την κεφαλήν κλίναι, των προσφύγων, των εξουθενωμένων και πεινασμένων παιδιών, των αθώων θυμάτων της πολεμικής βίας, των διώξεων και των διακρίσεων. Όλη η ιστορική πορεία της Εκκλησίας είναι χείμαρρος φιλανθρωπίας, μικροδιακονίας και μακροδιακονίας ιστορία αγώνων διά την προστασίαν της ιερότητος του ανθρωπίνου προσώπου, διακονία και συμπαράστασις, αλληλεγγύη και θυσιαστική αγάπη. Υπάρχει παντού αξιοθαύμαστος δυναμισμός, πνεύμα προσφοράς και βοηθείας, στάσεις, αι οποίαι προκαλούν θαυμασμόν ακόμη και εις τους πολεμίους της Εκκλησίας. Σκοπός της ζωής του χριστιανού ήταν και παραμένει, όπως έλεγε ο μέγας «προφήτης της φιλανθρωπίας» και προκάτοχος μας εις τον αποστολικόν Θρόνον της Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «τους πλησίον διά πάντων ωφελείν» […]. «Το επαναλαμβάνομεν και το τονίζομεν πάλιν και πολλάκις: Η Εκκλησία του Χριστού είναι θυσιαστική και διακονική, όλη η ζωή της είναι μέριμνα και αγών διά τον άνθρωπον, διά την ένθεον διακονίαν του επιγείου και του ουρανίου προορισμού του. Εις την συναφείαν αύτην επιθυμούμεν να καταστήσωμεν εις πάντας σαφές, ότι η αγαπητική μέριμνα διά τον λαόν του Θεού εις την Ουκρανίαν, ο οποίος λαός υπέφερε, λόγω των διασπάσεων και των ποικιλομόρφων αναστατώσεων, και επιθύμησε διακαώς την εν Χριστώ κοινωνίαν και ενότητα, ήτο το κίνητρον και το αμετακίνητον κριτήριον διά την απόφασιν του Οικουμενικού Πατριαρχείου να χορηγήση το Αυτοκέφαλον εις αυτόν. Διά την Εκκλησίαν του Χριστού ισχύει, διηνεκώς και αμετακινήτως: «Ουδέν όσον άνθρωπος ιερόν, ω και φύσεως εκοινώνησεν ο Θεός» (Νικόλαος Καβάσιλας, ο. π., στ’, 14). Όσα λέγονται και γράφονται, ανερυθριάστως, περί άλλων κινήτρων εις την σχετικήν απόφασιν του Οικουμενικού Θρόνου, είναι μυθεύματα». (Πηγή: Γραφείο τύπου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, 28.10.18) |
//////////////////////////////////////////////////////////////////
ΔΗΛΩΣΗ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΞΑΡΧΟΥ ΚΕΝΤΡΩΑΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
16 Ὀκτωβρίου 2018
Μὲ ἀπογοήτευση καὶ λύπη πληροφορήθηκα τὴν χθεσινὴ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, νὰ διακόψει τὴν εὐχαριστιακὴ κοινωνία μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, Μητροπολίτης τοῦ ὁποίου εἶμαι στὴ Γερμανία. Ὕστερα ἀπὸ τὶς δηλώσεις τῶν τελευταίων ἡμερῶν τοῦ ἐπικεφαλῆς τοῦ Τμήματος Ἐξωτερικῶν Ὑποθέσεων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, Μητροπολίτου Βολοκολάμσκ Ἱλαρίωνος, ἡ ἀπόφαση αὐτὴ ἦταν ἀναμενόμενη. Κατὰ βάσιν πρόκειται γιὰ μιὰ διεύρυνση τῆς ἀπὸ 14ης Σεπτεμβρίου 2018 ἀποφάσεως τῆς Μόσχας, νὰ ἀπαγορεύσει νὰ συλλειτουργοῦν Ἐπίσκοποι τῶν Πατριαρχείων μας, ἡ ὁποία ἐπεκτείνεται τώρα στοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς λαϊκούς. Ὅπως τότε, τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ τώρα: ἡ νέα ἀπόφαση ἔχει συνέπειες εἰδικὰ γιὰ τὶς ἐνορίες τῆς λεγόμενης διασπορᾶς, ὅπου συνυπάρχουν τὰ δύο Πατριαρχεῖα, ὅπως παραδείγματος χάριν καὶ στὴ Γερμανία.
Οἱ πολλὲς καὶ καλὲς ἐμπειρίες ποὺ εἴχαμε μὲ τὶς ἁρμονικὲς σχέσεις τῶν ὀρθοδόξων ἐνοριῶν καὶ ἐπισκοπῶν μας ἐδῶ στὴ Γερμανία – εἰδικὰ μετὰ τὴν ἄρση τοῦ ἐνδορωσσικοῦ σχίσματος ἀνάμεσα στὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας καὶ τὴν Ὑπερόρια Ρωσσικὴ Ἐκκλησία (2007) καὶ τὴν ἵδρυση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐπισκοπικῆς Συνελεύσεως Γερμανίας – μὲ κάνουν, ὡστόσο, νὰ ἀμφιβάλλω ὅτι θὰ ὑπάρξει μιὰ οὐσιαστικὴ χειροτέρευση τῆς καλῆς γειτονίας τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν, τῶν ἱερέων, ἀλλὰ καὶ τῶν ἐπισκόπων τῆς Γερμανίας. Παρόμοιες καταστάσεις ζήσαμε καὶ στὸ παρελθόν, ὅπως γιὰ παράδειγμα πρὶν ἀπὸ τὸ 2007. Παρόμοιες διενέξεις ὑπάρχουν καὶ σήμερα μεταξὺ τῶν Πατριαρχείων Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων, οἱ ὁποῖες δὲν ἔχουν εὐρύτερες συνέπειες, ἔτσι ὥστε νὰ μὴ σκέφτομαι τὸ μέλλον μὲ ἀπαισιοδοξία.
Ὅσον ἀφορᾶ στὴν Οὐκρανία, ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ ἔχουν τὴν ἴδια ἀγωνία καὶ φροντίδα: πῶς θὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ ἄρση τῶν ἐκκλησιαστικῶν διαιρέσεων μὲ ἐκκλησιαστικό, δηλαδὴ ὄχι πολιτικό, τρόπο. Αὐτὸ πρέπει νὰ συμβεῖ χωρὶς βία καὶ ἀποτελεσματικά. Αὐτή, ἄλλωστε, εἶναι ἡ ἀναμφισβήτητη καὶ ἀμετάκλητη πρόθεση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, τὸ ὁποῖο ὡς Μητέρα Ἐκκλησία ἔχει τὸ δικαίωμα καί, ὅπως προσωπικὰ πιστεύω, καὶ τὸ καθῆκον νὰ χορηγήσει τὴν αὐτοκεφαλία στὴ θυγατέρα της Οὐκρανία, ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ἐν τῷ μεταξὺ πὼς ἔχει ἐνηλικιωθεῖ. Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ πρεσβύτερη θυγατέρα, ἡ Μόσχα, δὲν τὸ κατανοεῖ αὐτό, εἶναι λυπηρό.
/////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////
«Το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι Πρωτόθρονη Εκκλησία, αναμφισβήτητα»
Ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος, αναφερόμενος στη ρήξη Φαναρίου και Μόσχας, κάνει λόγο για μια διάσπαση της εκκλησιαστικής κοινωνίας, η οποία ξεκίνησε από το Πατριαρχείο της Ρωσίας.
Η ένταση στις σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου με το Πατριαρχείο της Μόσχας για την εκκλησία της Ουκρανίας, μία χώρα που βρίσκεται εκ των πραγμάτων στην… αυλή της Ρωσίας, αποτελεί ίσως το πιο σύγχρονο παράδειγμα για το πώς η ισορροπία ή η αλλαγή δυνάμεων στη γεωπολιτική σκακιέρα επηρεάζει και τις εκκλησιαστικές εξελίξεις. Για τον μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεο, έναν έμπειρο ιεράρχη, τα όσα συμβαίνουν μοιάζουν με σεισμό: «Οι σεισμολόγοι σε έναν σεισμό κάνουν λόγο για ρήγμα και σεισμικές δονήσεις και αναμένουν την εξέλιξή του. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στην περίπτωση αυτή».
Ο 73χρονος ιεράρχης είναι καλός γνώστης του «συνοδικού και ιεραρχικού πολιτεύματος της Εκκλησίας», το οποίο διακρίνει ρητώς από το «παπικό πρωτείο» ή τις «προτεσταντικές συνομοσπονδίες». Τι συμβαίνει, λοιπόν, μεταξύ Φαναρίου και Μόσχας, μετά την απόφαση της δεύτερης να διακόψει την εκκλησιαστική κοινωνία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο; «Μερικοί το χαρακτήρισαν σχίσμα, άλλοι ρήγμα, ή ρήξη. Η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για μια διάσπαση της εκκλησιαστικής κοινωνίας, η οποία ξεκίνησε από το Πατριαρχείο της Ρωσίας. Στην κανονική παράδοση της Εκκλησίας, υφίσταται μια διαφορά μεταξύ αιρέσεως και σχίσματος. Η αίρεση είναι έκπτωση από τη δογματική αλήθεια, ενώ το σχίσμα είναι η “διαίρεσης γνωμών” για εκκλησιαστικά θέματα “και ζητήματα ιάσιμα”. Και τα δύο όμως είναι διάσπαση της ενότητας», σημειώνει ο επί 23 έτη μητροπολίτης Ναυπάκτου.
Σε όλη τη συζήτησή μας είναι σαφής η ανάλυσή του σχετικά με την ιστορική επιδίωξη του Πατριαρχείου Μόσχας να αμφισβητήσει τα πρωτεία της Κωνσταντινούπολης. Υπό αυτό το πρίσμα, άλλωστε, επιχειρεί να εξηγήσει και όσα συμβαίνουν το τελευταίο διάστημα αλλά έχουν τις ρίζες τους κάποιους αιώνες πίσω. «Οι Κανόνες της Εκκλησίας δεν θεσπίστηκαν για να είναι “κανόνια” εναντίον των άλλων, αλλά για να συγκροτούν την ενότητα της Εκκλησίας και να θεραπεύουν τους πιστούς. Επομένως, στους Κανόνες πρέπει να βλέπουμε το πνεύμα τους, το εσωτερικό βάθος τους και να μην παραμένουμε στο γράμμα το οποίο σκοτώνει. Είναι πάντα θέμα ερμηνείας στο σύνολό τους», σημειώνει εισαγωγικά ο κ. Ιερόθεος. «Στη συγκεκριμένη περίπτωση της Ουκρανίας πρέπει να δούμε τους Κανόνες μέσα από δύο προοπτικές. Η πρώτη ότι, όπως λέγαμε πριν, το πολίτευμα της Εκκλησίας είναι συνοδικό και ιεραρχικό, και το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι Πρωτόθρονη Εκκλησία που προεδρεύει και έχει ηυξημένες αρμοδιότητες, πράγμα που δεν πρέπει να αμφισβητηθεί και να υπονομευθεί από κανέναν. Διαφορετικά το κάθε αυτοκέφαλο γίνεται “κακοκέφαλο” και ενδεχομένως “ξεροκέφαλο”. Η δεύτερη προϋπόθεση είναι ότι η Εκκλησία της Ουκρανίας σπαράσσεται από σχίσματα, διαιρέσεις και αντιπαλότητες και πρέπει να γίνει κάτι για την ενότητα της Εκκλησίας. Γι’ αυτό ο Οικουμενικός Πατριάρχης δεν πρέπει ούτε να αδιαφορεί ούτε και να αυτοϋπονομεύει τον ρόλο του» εξηγεί, και προσθέτει: «Το Οικουμενικό Πατριαρχείο κινείται μέσα στα εκκλησιαστικά κανονικά πλαίσια».
Ο μητροπολίτης Ιερόθεος, ο οποίος έχει μια εντυπωσιακή συγγραφική παραγωγή, με 96 πολυσέλιδα βιβλία εκ των οποίων τα 78 έχουν μεταφραστεί σε 24 γλώσσες, έρχεται να εξηγήσει τον αρχικό του συλλογισμό σχετικά με το ιστορικό υπόβαθρο της σημερινής κρίσης. «Εγκειται πρώτον, στις θεωρίες περί “Τρίτης Ρώμης”, ότι μετά την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453 η Μόσχα απέβη η “Τρίτη Ρώμη”. Ομως αυτό δεν ισχύει, γιατί στην Ιστορία υπάρχει Παλαιά και Νέα Ρώμη και όχι Πρώτη και Δεύτερη Ρώμη, και αφού δεν υπάρχει Δεύτερη Ρώμη, δεν μπορεί να υπάρξει Τρίτη Ρώμη». Το δεύτερο σημείο είναι το 2016 και η Σύνοδος της Κρήτης. Εκεί, όπου επρόκειτο να υπάρξει απόφαση για τον τρόπο χορήγησης της αυτοκεφαλίας, που θα προέβλεπε και τη σύμφωνη γνώμη της «μητέρας» Εκκλησίας, εν προκειμένω δηλαδή της Μόσχας για την Ουκρανία. Ωστόσο, όπως σημειώνει ο κ. Ιερόθεος, «ενώ προετοιμαζόταν το σχετικό κείμενο, εν τούτοις αυτό υπονομεύθηκε από την Εκκλησία της Ρωσίας, η οποία έλαβε με το μέρος της και τις σλαβόφωνες Ορθόδοξες Εκκλησίες».
Σε όλη τη συζήτησή μας, ο μητροπολίτης Ιερόθεος επιδιώκει να κρατήσει την κουβέντα μας εντός των εκκλησιαστικών ορίων. Ακόμη κι όταν του θέτω το προφανές των γεωπολιτικών πτυχών της έντασης, αλλά και την προσωπική διάσταση που μπορεί να υπάρχει πίσω από την απόφαση της μιας ή της άλλης πλευράς. «Νομίζω ότι κυρίως είναι εκκλησιαστικό πρόβλημα, που ξεκίνησε από τη Σύνοδο Φεράρας -Φλωρεντίας το 1438-39 (σ.σ. για την ένωση των Εκκλησιών πριν από την Αλωση της Πόλης, που αποτέλεσε κατά τον συνομιλητή μου και την αφετηρία της επιδίωξης της Μόσχας να αναδειχθεί σε νέο κέντρο της Ορθοδοξίας) και φθάνει μέχρι τη Σύνοδο της Κρήτης». Δεν χρειάζεται να επανέλθω, όμως, και προσθέτει: «Επειδή η Εκκλησία πορεύεται στην Ιστορία και όχι έξω από αυτή, γι’ αυτό μερικές φορές τα εκκλησιαστικά εμπλέκονται με τα ιστορικά και πολιτικά γεγονότα ίσως και με τα προσωπικά. Εμείς οι εκκλησιαστικοί πρέπει να δούμε την κρίση αυτή με εκκλησιαστική προοπτική, ότι οι Ορθόδοξες Εκκλησίες εκφράζονται στο εξωτερικό επίπεδό τους ως ελληνόφωνες, σλαβόφωνες και αραβόφωνες και πρέπει να αποβλέπουμε στην ενότητα της Εκκλησίας, αποβάλλοντας τον εθνοφυλετισμό. Γι’ αυτό δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως Πρωτόθρονη Εκκλησία».
Κλείνοντας τη συζήτηση, δεν μπορώ να μην τον ρωτήσω πού, μέσα σε αυτή την έντονη αντιπαράθεση, βρίσκεται το πνεύμα αγάπης που πρεσβεύει η Εκκλησία. «Η Εκκλησία μπορεί να χαρακτηρισθεί με την εικόνα της θάλασσας. Στην επιφάνεια υπάρχουν πολλά κύματα που πολλές φορές χαρακτηρίζουν τη θάλασσα άγρια, αλλά στο βάθος υπάρχει ηρεμία. Οι δύτες που εισέρχονται στoν βυθό της θάλασσας θαυμάζουν την ομορφιά της. Οποιος θέλει να δει την ομορφιά της Εκκλησίας, ας ψάξει λίγο βαθιά. Εκεί θα συναντήσει όχι μόνον μια συναισθηματική αγάπη, αλλά τον θείο έρωτα».
(Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 26.10.18 Γιώργος Π. Τερζής)
////////////////////////////////////////////////////////////////////////
ΤΟΜΟΣ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗς ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ
Medien-Ök.Patriarchat
Βαρθολομαῖος,
ἐλέῳ Θεοῦ, Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης καὶ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης.
«Προσεληλύθατε Σιὼν ὄρει … καὶ Ἐκκλησίᾳ πρωτοτόκων» (Ἑβρ. ιβ´, 22-23), ὁ μακάριος τῶν ἐθνῶν Ἀπόστολος Παῦλός φησι πᾶσι πιστοῖς, εἰκότως δὲ ὄρος ἡ Ἐκκλησία, διὰ τὸ βέβαιον καὶ πάγιον καὶ ἀσάλευτον καὶ ἄσειστον. Κἂν δὲ μία ποίμνη καὶ ἓν σῶμα Χριστοῦ καὶ ἔστι καὶ λέγεται ἡ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία, ἔχουσα πανταχοῦ τὴν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ὁμολογίαν, τὴν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ἐν τοῖς μυστηρίοις κοινωνίαν καὶ τὸ τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς καὶ κανονικῆς τάξεως ἀδιασάλευτον, συνίσταται ἀπό τῶν ἀποστολικῶν ἤδη χρόνων, ἐκ κατὰ τόπους καὶ χώρας Ἐκκλησιῶν, ἐσωτερικῶς αὐτοδιοικουμένων ὑπὸ ἰδίους ποιμένας καὶ διδασκάλους καὶ διακόνους τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, ἤτοι τοὺς ἑκασταχοῦ Ἐπισκόπους, ἐπὶ τῷ λόγῳ οὐ μόνον τῆς ἱστορικῆς ἐν τῷ κόσμῳ σημασίας τῶν πόλεων καὶ χωρῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν ἐν αὐταῖς ἰδιαζουσῶν ποιμαντικῶν ἀναγκῶν.
Τοιγαροῦν, τῆς εὐσεβεστάτης καὶ θεοφρουρήτου χώρας τῆς Οὐκρανίας, τῇ ἄνωθεν προνοίᾳ κρατυνθείσης καὶ μεγαλυνθείσης καὶ τὴν ὁλοτελῆ πολιτικὴν αὐτῆς ἀνεξαρτησίαν ἀπολαβούσης, τῶν δὲ πολιτειακῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν αὐτῆς ἀρχόντων ἐπὶ τριακονταετίαν ὅλην διακαῶς αἰτουμένων τὴν ἐκκλησιαστικὴν αὐτῆς αὐτοδιοίκησιν, συστοιχούντων καὶ εἰς παλαιὰ συναφῆ αἰτήματα τοῦ λαοῦ αὐτῆς κατὰ καιροὺς διατυπωθέντα πρὸς τὸν ἁγιώτατον Ἀποστολικὸν Θρόνον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τὸν ὑπὸ τῆς μακρᾶς κανονικῆς παραδόσεως ὑποχρεωμένον προνοεῖν περὶ τῶν ἐν ἀνάγκαις εὑρισκομένων Ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μάλιστα δὲ τῶν μετ᾽ αὐτοῦ διὰ κανονικῶν δεσμῶν ἀείποτε συνδεδεμένων τοιούτων, ὡς ἡ ἱστορική Μητρόπολις Κιέβου, ἡ Μετριότης ἡμῶν μετὰ τῶν περὶ ἡμᾶς Ἱερωτάτων Μητροπολιτῶν καὶ ὑπερτίμων, τῶν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀγαπητῶν ἀδελφῶν καὶ συλλειτουργῶν, ἐν τῇ ὀφειλετικῇ μερίμνῃ τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας πρὸς τὸν Ὀρθόδοξον κόσμον, ἐπὶ θεραπείᾳ τῶν χρονίως σοβούντων σχισμάτων καὶ μερισμῶν εἰς τὰς κατὰ τόπους Ἐκκλησίας, ὁμογνωμόνως, ὁρίζομέν τε καὶ ἀνακηρύττομεν, ἵνα σύμπασα ἡ ἐν τοῖς ὁρίοις τοῦ πολιτικῶς συγκροτηθέντος καὶ τέλεον ἀνεξαρτητοποιηθέντος Κράτους τῆς Οὐκρανίας περιλαμβανομένη Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, μετὰ τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων, Ἀρχιεπι-σκοπῶν, Ἐπισκοπῶν, μοναστηρίων τε καὶ ἐνοριῶν καὶ πάντων τῶν ἐν αὐταῖς ἐκκλησιαστικῶν καθιδρυμάτων, τελοῦσα ὑπὸ τὸν Δομήτορα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας θεάνθρωπον Κύριον καὶ Σωτῆρα ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ὑπάρχῃ τοῦ λοιποῦ κανονικῶς αὐτοκέφαλος, ἀνεξάρτητος καὶ αὐτοδιοίκητος, Πρῶτον ἐν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς πράγμασιν ἔχουσα καὶ ἐπιγιγνώσκουσα τὸν ἑκάστοτε κανονικὸν Προκαθήμενον αὐτῆς, φέροντα τὸν τίτλον «Μακαριώτατος Μητροπολίτης Κιέβου καὶ πάσης Οὐκρανίας», μὴ ἐπιτρεπομένης προσθήκης τινὸς ἢ ἀφαιρέσεως τῷ αὐτοῦ τίτλῳ, δίχα τῆς ἀδείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως· πρόεδρον ὄντα Ἱερᾶς Συνόδου, συγκροτουμένης κατ’ ἔτος ἐξ Ἀρχιερέων, προσκαλουμένων ἐκ περιτροπῆς κατὰ τὰ πρεσβεῖα αὐτῶν, ἐκ τῶν ἀρχιερατευόντων ἐν τοῖς γεωγραφικοῖς ὁρίοις τῆς Οὐκρανίας. Οὕτω γὰρ διακυβερνηθήσονται τὰ τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ χώρᾳ ταύτῃ, ὡς οἱ θεῖοι καὶ ἱεροὶ διακηρύττουσι Κανόνες, ἐλευθέρως τε καὶ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἀκωλύτως, μακρὰν πάσης ἄλλης ἔξωθεν ἐπεμβάσεως.
Πρὸς τούτοις δὲ τὴν καθισταμένην διὰ τοῦδε τοῦ ἐνυπογράφου Πατριαρχικοῦ καὶ Συνοδικοῦ Τόμου, ἐν τοῖς ὁρίοις τῆς ἐπικρατείας τῆς Οὐκρανίας, Αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν ἐπιγιγνώσκομεν καὶ ἀνακηρύττομεν πνευματικὴν ἡμῶν θυγατέρα καὶ πάσαις ταῖς ἀνὰ τὴν οἰκουμένην Ὀρθοδόξοις Ἐκκλησίαις συνιστῶμεν ὡς ἀδελφὴν ἀναγνωρίζεσθαι καὶ μνημονεύεσθαι τῷ ὀνόματι «Ἁγιωτάτη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας», ἔχουσαν ἕδραν αὐτῆς τὴν τοῦ Κιέβου ἱστορικὴν πόλιν, μὴ δυναμένην καθιστάναι ἐπισκόπους ἢ πηγνύειν ὑπερόρια θυσιαστήρια, τῶν ἤδη ὑφισταμένων ὑπαγομένων τοὐντεῦθεν, κατὰ τὴν τάξιν, τῷ Οἰκουμενικῷ Θρόνῳ, τῷ ἔχοντι τὴν κανονικὴν ἁρμοδιότητα ἐπὶ τῆς Διασπορᾶς, περιοριζομένης τῷ ὄντι τῆς δικαιοδοσίας αὐτῆς ἐντὸς τῶν ἐδαφῶν τοῦ Οὐκρανικοῦ Κράτους. Καὶ δὴ καὶ τὰς προνομίας καὶ πάντα τὰ κυριαρχικὰ δικαιώματα τὰ τῇ αὐτοκεφάλῳ ἐκκλησιαστικῇ Ἀρχῇ παρομαρτοῦντα παρέχομεν αὐτῇ, ὥστε τοῦ λοιποῦ τὸν μὲν Μητροπολίτην Κιέβου καὶ πάσης Οὐκρανίας ἱερουργοῦντα μνημονεύειν «Πάσης Ἐπισκοπῆς Ὀρθοδόξων», τὴν δὲ περὶ αὐτὸν χορείαν τῶν ἁγιωτάτων Ἀρχιερέων τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ, ὡς Πρώτου καὶ Προκαθημένου τῆς ἐν Οὐκρανίᾳ Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας. Τὰ δὲ πρὸς τὴν ἐσωτερικὴν ἐκκλησιαστικὴν διοίκησιν ἀφορῶντα ἀνακρίνεσθαι, ἐκδικάζεσθαι καὶ καθορίζεσθαι ἀπολύτως ὑπ’ αὐτοῦ καὶ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἀκολούθως τῇ εὐαγγελικῇ καὶ τῇ λοιπῇ, κατὰ τὴν ἱερὰν Παράδοσιν καὶ τὰς σεβασμίας κανονικὰς διατάξεις τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας, διδασκαλίᾳ καὶ τῇ προτροπῇ τοῦ ς´ κανόνος τῆς Α´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τῆς ὁριζούσης ὅτι, «ἐὰν μέντοι τῇ κοινῇ πάντων ψήφῳ, εὐλόγῳ οὔσῃ, καὶ κατὰ κανόνα ἐκκλησιαστικόν, δύο ἢ τρεῖς δι’ οἰκείαν φιλονικείαν ἀντιλέγωσι, κρατείτω ἡ τῶν πλειόνων ψῆφος», διατηρουμένου προσέτι καὶ τοῦ δικαιώματος πάντων τῶν Ἀρχιερέων καὶ τῶν λοιπῶν κληρικῶν ἐκκλήτου προσφυγῆς τῷ Οἰκουμενικῷ Πατριάρχῃ, κατέχοντι τὴν κανονικὴν εὐθύνην τοῦ λαμβάνειν ἀμετακλήτως ἀποφάσεις ἐπὶ τῶν κρίσεων δι’ ἐπισκόπους καὶ λοιποὺς κληρικοὺς τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, συμφώνως τοῖς θ΄ καὶ ιζ´ ἱεροῖς κανόσι τῆς Δ´ ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Προσεπιδηλοῦμεν τοῖς ἀνωτέρω ὅτι ἡ ἐν Οὐκρανίᾳ Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία γινώσκει ὡς κεφαλὴν τὸν Ἁγιώτατον Ἀποστολικὸν καὶ Πατριαρχικὸν Οἰκουμενικὸν Θρόνον, ὡς καὶ οἱ λοιποὶ Πατριάρχαι καὶ Προκαθήμενοι, ἔχει δέ, σὺν ταῖς ἄλλαις κανονικαῖς ὑποχρεώσεσι καὶ εὐθύναις, πρωτίστην ἀποστολὴν τὴν τήρησιν τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Πίστεως ἀδιαλωβήτου καὶ τῆς κανονικῆς ἑνότητος καὶ κοινωνίας μετὰ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τῶν λοιπῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἀπαρασαλεύτου. Προσέτι δέ, ὁ Μητροπολίτης Κιέβου καὶ πάσης Οὐκρανίας, ὡς καὶ οἱ Ἀρχιερεῖς τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, ἐκλέγονται ἀπὸ τοῦ νῦν κατὰ τὰς προβλέψεις τῶν θείων καὶ ἱερῶν Κανόνων καὶ κατὰ τὰς σχετικὰς διατάξεις τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου αὐτῆς, συμφωνοῦντος ἀπαραιτήτως ἐν πᾶσι πρὸς τὰς διατάξεις τοῦ παρόντος Πατριαρχικοῦ καὶ Συνοδικοῦ Τόμου. Ὀφείλουσι πάντες οἱ Ἀρχιερεῖς ἵνα ποιμαίνωσι τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ θεοφιλῶς, προάγοντες, ἐν φόβῳ Θεοῦ, τὴν εἰρήνην καὶ τὴν ὁμόνοιαν ἐν τῇ χώρᾳ καὶ τῇ Ἐκκλησίᾳ αὐτῶν.
Ἀλλ’ ἵνα ὁ τῆς πνευματικῆς ἑνότητος καὶ συναφείας τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν ἀπαραμείωτος ἐν ἅπασι παραμένῃ σύνδεσμος, καὶ γὰρ ἐδιδάχθημεν «τηρεῖν τὴν ἑνότητα τοῦ πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης» (Ἐφεσ. δ΄, 3), ὁ κατὰ καιροὺς Μακαριώτατος Μητροπολίτης Κιέβου καὶ πάσης Οὐκρανίας ὀφείλει μνημονεύειν, κατὰ τὰ παλαιόθεν ὑπὸ τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν παραδεδομένα, τοῦ τε Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, τῶν Μακαριωτάτων Πατριαρχῶν καὶ τῶν λοιπῶν Προέδρων τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ἐν τῇ σειρᾷ τῶν Διπτύχων, κατὰ τὴν κανονικὴν τάξιν, τοῦ ἰδίου λαμβάνοντος τὸν τόπον μετὰ τὸν Προκαθήμενον τῆς κατὰ Τσεχίαν καὶ Σλοβακίαν Ἐκκλησίας ἔν τε τοῖς ἱεροῖς Διπτύχοις καὶ ἐν ταῖς ἐκκλησιαστικαῖς συνελεύσεσιν.
Ὡσαύτως, ἡ ἐν Οὐκρανίᾳ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, διὰ τοῦ Πρώτου αὐτῆς ἢ τοῦ κανονικοῦ τοποτηρητοῦ τοῦ Θρόνου τοῦ Κιέβου, ὑποχρεοῦται μετέχειν, ἐπὶ σπουδαίων κανονικῶν, δογματικῶν καὶ λοιπῶν ζητημάτων, τῶν κατὰ καιροὺς Διορθοδόξων διασκέψεων, κατὰ τὴν ἀπ’ ἀρχῆς κρατήσασαν ἱερὰν τῶν Πατέρων συνήθειαν. Ὀφείλει δὲ ὁ Πρῶτος, ἐγκαθιστάμενος, ἀποστέλλειν ἐξάπαντος τὰ ἀναγκαῖα Εἰρηνικὰ Γράμματα καταστάσεως πρός τε τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην καὶ πρὸς τοὺς λοιποὺς Προκαθημένους, τοῦθ’ ὅπερ καὶ αὐτὸς δικαιοῦται παρὰ τούτων ἀποδέχεσθαι, ἀρχομένης τῆς εἰρηνικῆς περιοδείας αὐτοῦ ἐκ τῆς Πρωτοθρόνου Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατὰ τὰ εἰωθότα, λαμβάνων καὶ τὸ Ἅγιον Μύρον παρ᾽ αὐτῆς, εἰς δήλωσιν τῆς πνευματικῆς μετ’ αὐτῆς ἑνότητος. Προκειμένου δὲ περὶ μειζόνων ζητημάτων ἐκκλησιαστικῆς, δογματικῆς καὶ κανονικῆς φύσεως, ὁ Μακαριώτατος Μητροπολίτης Κιέβου καὶ πάσης Οὐκρανίας, ἐκ μέρους τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας αὐτοῦ, δέον ὅπως ἀπευθύνηται πρὸς τὸν καθ’ ἡμᾶς Ἁγιώτατον Πατριαρχικὸν καὶ Οἰκουμενικὸν Θρόνον, ἐκζητῶν τὴν ἔγκυρον γνώμην καὶ βεβαίαν συναντίληψιν αὐτοῦ, τῶν δικαιωμάτων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἐπὶ τῆς ἐν Οὐκρανίᾳ Ἐξαρχίας καὶ τῶν Ἱερῶν Σταυροπηγίων σῳζομένων ἀπαραμειώτων.
Ἐπὶ πᾶσιν οὖν τούτοις καὶ ἐπ’ αὐτοῖς τοῖς ὅροις, ἡ καθ’ ἡμᾶς Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία εὐλογεῖ καὶ ἀνακηρύσσει τὴν ἐν Οὐκρανίᾳ Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ὡς Αὐτοκέφαλον καὶ δαψιλεῖς ἐπικαλεῖται ἐπὶ τὴν ἀνὰ τὴν Οὐκρανικὴν χώραν σεβασμίαν Ἱεραρχίαν, τὸν εὐαγῆ κλῆρον καὶ τὸν εὐσεβῆ λαὸν αὐτῆς, ἐκ τῶν ἀκενώτων θησαυρῶν τοῦ Παναγίου Πνεύματος, τὰς θείας δωρεάς, ἐπευχομένη ὅπως, ὁ Πρῶτος καὶ Μέγας Ἀρχιερεὺς Ἰησοῦς Χριστός, πρεσβείαις τῆς παναχράντου καὶ ὑπερευλογημένης δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, τοῦ ἁγίου ἐνδόξου καὶ ἰσαποστόλου πρίγκηπος Βλαδιμήρου καὶ τῆς ἁγίας ἐνδόξου βασιλίσσης Ὄλγας, τῶν ὁσίων καὶ θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν ἀσκητῶν καὶ μοναχῶν τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου καὶ τῶν λοιπῶν Μονῶν, στηρίζῃ ἐσαεὶ τὴν οὕτως ἐν τῷ σώματι τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας συναριθμηθεῖσαν Αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν τῆς Οὐκρανίας καὶ παρέχῃ αὐτῇ εὐστάθειαν, ἑνότητα, εἰρήνην καὶ αὔξησιν, εἰς δόξαν Αὐτοῦ καὶ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ταῦτα οὕτω δόξαντα καὶ κριθέντα καὶ ἐν χαρᾷ ἐξαγγελλόμενα ὑμῖν ἀπὸ τοῦ σεπτοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας Κέντρου, ἐκυρώθησαν συνοδικῶς, εἰς μόνιμον δὲ τούτων παραφυλακὴν ἐκδίδοται ὁ Πατριαρχικὸς καὶ Συνοδικὸς οὗτος Τόμος, καταστρωθεὶς μὲν καὶ ὑπογραφεὶς ἐν τῷ Κώδικι τῆς καθ᾽ ἡμᾶς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐγχειρισθεὶς δὲ ἐν ἴσῳ καὶ ἀπαραλλάκτῳ τῷ Μακαριωτάτῳ Προκαθημένῳ τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας κυρίῳ Ἐπιφανίῳ καὶ τῷ ἐξοχωτάτῳ Προέδρῳ τῆς χώρας κυρίῳ Πέτρῳ Ποροσένκο, εἰς διηνεκῆ ἔνδειξιν καὶ μόνιμον παράστασιν.
Ἐν ἔτει δισχιλιοστῷ καὶ δεκάτῳ ἐνάτῳ, κατὰ μῆνα Ἰανουάριον ϛ´,
Ἐπινεμήσεως ΙΒ’
† Ὁ Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαῖος, ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἀποφαίνεται
† Ὁ Βρυούλων Παντελεήμων
† Ὁ Ἰταλίας καὶ Μελίτης Γεννάδιος
† Ὁ Γερμανίας Αὐγουστῖνος
† Ὁ Τρανουπόλεως Γερμανός
† Ὁ Νέας Ἰερσέης Εὐάγγελος
† Ὁ Ρόδου Κύριλλος
† Ὁ Ρεθύμνης καὶ Αὐλοποτάμου Εὐγένιος
† Ὁ Κορέας Ἀμβρόσιος
† Ὁ Σιγκαπούρης Κωνσταντῖνος
† Ὁ Αὐστρίας Ἀρσένιος
† Ὁ Σύμης Χρυσόστομος
† Ὁ Σικάγου Ναθαναήλ